- εὔθοινον
- εὔθοινοςeating hugelymasc/fem acc sgεὔθοινοςeating hugelyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὔθοινον — Εὔθοινος eating hugely masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύθοινος — εὔθοινος, ον (Α) 1. (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει πάρα πολύ 2. φρ. «εὔθοινον γέρας» τιμή που γίνεται σε κάποιον με πολυτελή θυσία και ευωχία, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»] … Dictionary of Greek